- σκιαζάρης
- ο , σκιαζάρα η , σκιαζούρης ο , σκιαζούρα η трус, -йха
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκιαζάρης — σκιαζάρης, ο και σκιαζούρης, ο θηλ. α φοβητσιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκιαζάρης — και σκιαζούρης, α, ικο, Ν φοβιτσιάρης, δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιάζω «φοβίζω» + κατάλ. άρης / ούρης (πρβλ. καψ ούρης, πεισματάρης)] … Dictionary of Greek